- ὁμόζωνα
- ὁμόζωνοςhouses of the same heavenly bodyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόζωνος — ὁμόζωνος, ον (Α) (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονό ζωνος] … Dictionary of Greek